ἄσχαστος

ἄσχαστος
ἄσχαστος, ον,
A unshakable, firm,

λίθοι IG7.3073.163

(Lebad.), cf. BCH29.468 ([place name] Delos):—written [full] ἄσκαστος IG7.4255 ([place name] Oropus).
II without a gap, Eutoc. in Archim.3p.94H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄσχαστα — ἄσχαστος unshakable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”